- καράφλα
- calvitie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καράφλα — καράφλα, η και φαλάκρα, η το κεφάλι που δεν έχει μαλλιά, η έλλειψη μαλλιών: Αρχίζει να κάνει καράφλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καράφλα — η φαλάκρα, η απουσία τριχών από το κεφάλι, η γυμνότητα τού κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάκρα με αντιμετάθεση] … Dictionary of Greek
καραφλιάζω — [καράφλα] 1. αποχτώ φαλάκρα 2. μτφ. ξαφνιάζω, εκπλήσσω («αυτά που μού είπες μέ καράφλιασαν») … Dictionary of Greek
καράφλας — ο [καράφλα] φαλακρός … Dictionary of Greek
χούφτα — η / φοῡκτα, ΝΜ, και φούχτα και φούκτα Ν η παλάμη τού χεριού μισόκλειστη, το κοίλο τού χεριού νεοελλ. 1. η ποσότητα που χωράει στην παλάμη τού χεριού («μια χούφτα ρύζι») 2. πολύ μικρός αριθμός («μια χούφτα άνθρωποι») 3. λαβή, ιδίως σπαθιού («και… … Dictionary of Greek
φαλάκρα — φαλάκρα, η και φαράκλα, η και καράφλα, η 1. έλλειψη τριχών από ολόκληρο το κεφάλι ή από μέρος του, φαλακρότητα, ατριχιά. 2. το τμήμα του κρανίου που έχει απομείνει γυμνό από τρίχες: Η φαλάκρα του γυαλίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)